- μυστοδόκος
- μυστο-δόκος, ον, ([etym.] μύστης, δέχομαι)A receiving the mysteries or the initiated, μ. δόμος, i.e. Eleusis, Ar.Nu.303 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυστοδόκος — μυστοδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται ή περιέχει τους μύστες ή τα μυστήρια («δόμος μυστοδόκος» η Ελευσίνα, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. μυλο δόκος, ναυλο δόκος] … Dictionary of Greek
μυστοδόκος — receiving the mysteries masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek